θεοτόκος

θεοτόκος
I
Χριστιανική προσωνυμία της Μαρίας, μητέρας του Ιησού, που έχει τις ρίζες της στην αρχαιότατη παράδοση της Εκκλησίας και κυρίως στην Καινή Διαθήκη. Η προσωνυμία αυτή γενικεύτηκε στις τάξεις των χριστιανών τον 4ο αι., όταν διάφοροι αιρετικοί χριστιανοί αμφισβήτησαν τη θεότητα του Ιησού και επομένως και την προσωνυμία Θ. Ο Νεστόριος ξαφνικά άρχισε να ονομάζει τη Μαρία ανθρωποτόκο και χριστοτόκο. Την προσωνυμία Θ. καθιέρωσε η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος (431).
«Η Θεοτόκος ανάμεσα σε αγγέλους», έργο του Ιταλού ζωγράφου Τζοβάνι Τσιμαμπούε.
II
Ονομασία πέντε οικισμών.
1. Οικισμός (40 κάτ.) του νομού Έβρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλεξανδρουπόλεως.
2. Οικισμός (35 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαστοροχωρίων.
3. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 690 μ., 19 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαμάτας.
4. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ., 31 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύκης.
5. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 141 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χασίων.
* * *
η (AM θεοτόκος)
(για την Παναγία) αυτή που γέννησε τον θεό, η μητέρα τού θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -τόκος (< τόκος), πρβλ. αρρενο-τόκος, θηλυ-τόκος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θεοτόκος — mother of God fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεοτόκος — η η μητέρα του Θεού (του Χριστού), η Παναγία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεοτόκε — θεοτόκος mother of God fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοτόκοι — θεοτόκος mother of God fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοτόκον — θεοτόκος mother of God fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοτόκου — θεοτόκος mother of God fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοτόκους — θεοτόκος mother of God fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοτόκῳ — θεοτόκος mother of God fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”